- κάρυο
- το (AM κάρυον)1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.)νεοελλ.1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος τροχίσκος τού τροχίλου2. βιολ. ο πυρήνας τών κυττάρων, αλλ. καρυόσωμααρχ.1. προεξοχή με σχήμα καρυδιού που χρησιμοποιούνταν για διακόσμηση2. η ψίχα μερικών καρπών («κάρυον κοκκυμήλου», Θεόφρ.)3. ο σπόρος τών κωνοφόρων4. το φυτό ήρυγγος*5. φρ. α) «κάρυον πλατύ» ή «κάρυον Ἡρακλεωτικόν» ή «κάρυον Ποντικόν» — το λεπτοκάρυο, το φουντούκιβ) «κάρυον βασιλικόν» ή «κάρυον Περσικόν» — το καρύδιγ) «κάρυον Εὐβοϊκόν» ή «κάρυον κασταναϊκόν» — το κάστανοδ) «κάρυα πικρά» — πικραμύγδαλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kar- «σκληρός», συνδεόμενο με αρχ. ινδ. karakah «φλοιός ινδ. καρύδας-υδρία», λατ. carīna «καρίνα πλοίου» (απ' όπου και ιταλ. carena, γαλλ. carene «καρίνα πλοίου»). Η λατ. λ. carīna κατ' άλλους θεωρείται δάνεια λ. από την ελλ. κάρυον (από καρύινος «αυτός που μοιάζει με τσόφλι καρυδιού»). Στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται η λ. καρύδι (< καρύδιον), υποκορ. τού κάρυον, με απώλεια τής υποκοριστικής σημασίας.ΠΑΡ. καρύα, καρύδιον, καρύινος, καρυώτιςαρχ.Καρύαι, καρυηρός, καρυήματα, καρύϊσκος, καρυΐτης, καρυώδης, καρυωτόςαρχ.-μσν.καρυατίζω, καρυηδόν.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) καρυοειδής, καρυοθραύστης, καρυόσχοινο, καρυόφυλλοναρχ.καρυοβαφής, καρυόδενδρον, καρυοκατάκτης, καρυοκοκκύμηλον, καρυόκουφος, καρυοναύτης, καρυοπώλης. (Β' συνθετικό) λεπτοκάρυο(ν)αρχ.αγριοκάρυον, ισχαδοκάρυον, ξανθοκάρυον, ξυλοκάρυον, οροκάρυοννεοελλ.βαμβακοκάρυον, μοσχοκάρυον.
Dictionary of Greek. 2013.